- φωσφορομολυβδαινικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φωσφορομολυβδαινικό οξύ»χημ. ονομασία ενός από τα οξέα που προκύπτουν από τον συνδυασμό φωσφορικού οξέος και μολυβδαινικού ανυδρίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. (acide) phosphomolybdique < phospho- (< [acide] phosphorique < φωσφόρος) + molybdique (< μόλυβδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.